- ἁλιερκής
- ᾰλῐερκής1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) O. 8.25 ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) P. 1.18
τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») … Dictionary of Greek
ἁλιερκέα — ἁλιερκής sea fenced neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιερκής sea fenced masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιερκέες — ἁλιερκής sea fenced masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιερκέος — ἁλιερκής sea fenced masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek